- σιρικοποιός
- σῑρῐκοποιός, ὁ,A silk-manufacturer, IG14.785 ([place name] Naples).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιρικοποιός — ὁ, Α βλ. σηρικοποιός … Dictionary of Greek
σηρικοποιός — και σιρικοποιός, ὁ, Α μεταξουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηρικός «μεταξωτός» + ποιός*] … Dictionary of Greek